- περικακώ
- -έω, ΜΑβρίσκομαι μέσα σε δεινά, βρίσκομαι σε αδιέξοδο, είμαι πάρα πολύ δυστυχήςαρχ.αντιμετωπίζω δυσκολίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικακῶ — περικακέω to be in extreme ill luck pres subj act 1st sg (attic epic doric) περικακέω to be in extreme ill luck pres ind act 1st sg (attic epic doric) περικακέω to be in extreme ill luck pres subj act 1st sg (attic epic doric) περικακέω to be in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάκησις — ήσεως, ἡ, Α [περικακώ] πολύ μεγάλη δυστυχία, συμφορά, συσσώρευση δεινών, απελπιστική κατάσταση … Dictionary of Greek